προϋπόστατος

προϋπόστατος
-ον, Μ [προϋπόστασις]
αυτός που έχει προηγουμένως υπόσταση, σωματική ύπαρξη («οὐ γὰρ προϋποστάτῳ καθ' ἑαυτὴν σαρκὶ ἡνώθη ὁ θεῑος λόγος», Ιωάνν. Δαμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”